ΤΑ ΚΟΥΔΑΡΙΤΙΚΑ

2015-05-06 18:51

Τα Κουδαρίτικα, η συνθηματική γλώσσα των μαστόρων

Βούζιος, μη ξυφλιάς, τουλίζ’ ου μπαρός (=Σιωπή, μη μιλάς, ακούει το αφεντικό). Αυτή η συνηθισμένη προειδοποιητική έκφραση είναι ίσως η μεγαλύτερη απόδειξη για τη διαδεδομένη χρήση αλλά και την τεράστια χρησιμότητα της συνθηματικής γλώσσας των μαστόρων. Τα Κουδαρίτικα ή Μαστόρικα ήταν το κύριο μέσο μυστικής επικοινωνίας μεταξύ των λαϊκών μαστόρων της πέτρας και στην ξενιτιά που δούλευ- αν αλλά και στο χωριό της καταγωγής τους. Το επαγγελματικό αυτό γλωσσάριο αποτελούνταν από λέξεις-δάνεια από το τοπικό ιδίωμα, αλλά και από άλλες γλώσσες, όπως τα Βλάχικα, τα Αρβανίτικα, τα Ρόμκα (=γύφτικα), τα Αλειφιάτικα, τα Σώπικα, τα Μουτζούρικα και κυρίως από λέξεις που τις επινόησαν οι ίδιοι οι μάστορες. Φυσικά, η συνθηματική αυτή γλώσσα ήταν ευρύτατα διαδεδομένη ανάμεσα σ’ όλα τα μπουλούκια των μαστόρων, απ’ όπου κι αν κατάγονταν, αλλά παρουσίαζε μικρές διαφορές από περιοχή σε περιοχή. Τι κρεμμύδω φορείς; (=Τι ώρα είναι;) 

Οι περισσότερες λέξεις και οι εκφράσεις των Κουδαρίτικων περιστρέφονταν γύρω από τη ζωή, τις ανάγκες, το περιβάλλον και τις συνθήκες εργασίας των μαστόρων καθώς και τις σχέσεις τους με τα αφεντικά και τις οικογένειες τους. Μερικές φορές στα διαλείμματα της κοπιαστικής εργασίας τους, οι μάστορες σχολίαζαν κολακευτικά τα σωματικά χαρίσματα ορισμένων γυναικών και καυτηρίαζαν ειρωνικά την ασχήμια ορισμένων άλλων. Άραξι μια φουντιάρα (=Δώσε μου ένα τσιγάρο). 

Όμως ποιοι ήταν οι λόγοι που ώθησαν αυτούς τους κατά κανόνα αγράμματους τεχνίτες να «κατασκευάσουν» μια συνθηματική γλώσσα; 

Ο κυριότερος λόγος είναι η ανάγκη της επιβίωσης μέσα από τις κακοτοπιές της ζωής στη ξενιτιά. Ο Ν. Μουτσόπουλος (1976), εξηγεί με γλαφυρότητα ότι «η αδυναμία που αισθάνονται οι μαστόροι απομονωμένοι καθώς γυρίζουν σ’ έναν κόσμο ξένο, άγνωστο, με άλλα συνήθεια, μακριά από τα χωριά τους, τους αναγκάζει να συνενωθούν περισσότερο ανάμεσα τους και να αμυνθούν απέναντι στον εργοδότη τους, που ανήκει σε μιαν άλλη τάξη κοινωνικά και οικονομικά ανώτερη. Πρέπει να είναι κάθε στιγμή πανέτοιμοι, απέναντι στον συχνά αλλόγλωσσο ή αλλόθρησκο νοικοκύρη, που κάποτε ζητάει να εκμεταλλευτεί με κάθε μέσο τους εργάτες που δουλεύουν στο σπίτι του. Πρέπει μάλιστα να λάβουμε υπόψη μας ότι κανένα μέσο άμυνας δεν υπάρχει γι’ αυτούς απέναντι στον κακοπληρωτή νοικοκύρη, μια και στα χρόνια της τουρκοκρατίας, ούτε δικαστήριο, ούτε αστυνομία υπήρχε στα απομακρυσμένα χωριά που γύριζαν. Αλλά και αν υπήρχαν, σε γειτονικά χωριά ή πόλεις, ήταν πολύ δύσκολο γι’ αυτούς να χάσουν πολύτιμο χρόνο διακινδυνεύοντας ένα αμφίβολο αποτέλεσμα. Μοναδική τους άμυνα ήταν η τμηματική εγκατάλειψη του γιαπιού που με τα χρόνια έγινε όρος απαράβατος και κανένα άλλο ισνάφι δεν καταπιανόταν να αποτελειώσει το έργο αν ο νοικοκύρης δεν ταχτοποιούσε τους λογαριασμούς του με το προηγούμενο ισνάφι. Δεν ήταν όμως αυτός ο μοναδικός τρόπος άμυνας των μαστόρων απέναντι στους δύστροπους εργοδότες. Η ανάγκη τους οδηγούσε να εφεύρουν πολλούς τρόπους και ανάμεσα σ’ αυτούς η πολύωρη διακοπή εργασίας, για το μεσημεριανό φαγητό, στις περιπτώσεις που δούλευαν μεροκάματο... Μας γράπωσε η χουζούρω (= Μας έπιασε η βροχή).

 

Γλωσσάριο για τα Κουδαρίτικα

Αγουιάτες= Πόδια

Καστανόζουμους= Καφές

Ντένα= Οκά

Αγγίδα= Κορίτσι

Καστόρου= Αχερώνας

Στράγια= Ρούχα

Αλαμανίσουμε= Κλέψουνε

Καφτερά= Κρεμύδια

Ντισέρια= Άλογα

Αμούχηρτος= Ανύπαντρος

Καψάλτσι= Έφυγε

Νούκανος= Μηχανικός

Αρβανίτσες= Καρύδια

Κιούρου= Εκκλησία

Ντουντούκα= Έγκυος

Αρκουδοκέφαλος= Καρπούζι

Κλαγκαρού= Γάτα

Σιόρου= Κρασί

Γκάτσιου= Δραγάτης

Κράνα= Λεφτά

Σούλιος= Σφυρί

Γρίβας= Χιόνι

Λαγός= Παιδί

Σουφρώνω= Κλέβω

Δεκράνια= Χέρια

Λιαγγρόβα= Φαγητό

Σντράγκου= Ώρα

Δήμος= Κοντός

Λιαμπίρου= Το καλό ρακί

Στιρνάρια= Αυγά

Διακουνιάρι= Εικονοστάσι

Λιάνουμα= Χρήματα

Τσίμπλια= Ρύζι

Δικρανάς= Δάσκαλος

Μαγκάρου= Ζέστα

Σωλήνες= Μακαρόνια

Δρουτσίλου= Φακή

Μακρουσκούφου= Τέντζερης

Ταρταρούχα= Χελώνα

Έβαξι= Πέθανε

Μαναφίνες= Καρφιά

Τα ζαμάλου= Φωτιά

Ζαφείρς= Ποντικός

Μαυρομάτες= Ελιές

Τσίκαρης= Ήλιος

Ζήνας= Χωροφύλακας

Μέκους= Χαζός

Τσιρλίρου= Φακή

Ζιούπινα= Πίτα

Μέτσιανου= Ψέμα

Τσιόκας= Γουρούνι

Θόδουρους= Ρακί

Μπάλου= Σκιά

Τσόκους= Σφυρί

Ιζάμ= Φαντάρος

Μπαλτσίκου= Λάσπη

Τσουρκάλισμα= Φιλί

Μουστούρης= Φούρνος

Φουσκουκίλδις= Φασόλια

Καρκαλίσκι= Τελείωσε

Μχός= Νοικοκύρης

Χουματόμπλα= Πατάτες

Κατούρου= Βρύση

Μχούσα= Νοικοκυρά

 

Ξιπουλτάρ= Σκύλος

Ασπρούδου= Ασβέστης

Kλoυτσουτά= Γίδια

Ξισιρνιέτι= Έρχεται

Αφουράδιαστου= Άφκιαχτο

Κλωστή= Τηλέγραφος

Οξιά= Νερό

Βαζάκα= Πετεινός

Κόκκινα= Κεραμίδια

Όρματ= Καλό

Βουλιότ ή απαλά= Λάδι

Κούδαρς= Μάστορας

Παρλιαγκού= Γάλα

Βουρλή= Δραχμή

Κουδαρούλ= Μαστορούλι

Πατσιουμάς= Κατοστάρικο

Γάτος= Αποσκευή

Κουζβέ= Σταφύλια

Περιστέρια= Τσολιάδες

Γιαλίζ= Κοιτάει

Κουκουρότσου= Καλαμπόκι

Πηληκούδα= Κορίτσι

Γιαλιστιρό= Παράθυρο

Κουπί= Κουτάλι

Πραχάλα= Εργασία

Γιώργος= Καλαμπόκι

Κούρκουλας= Παπάς

Πραχαλνούμι= Δουλεύουμε

Γκαβό= Ψάρι

Κουρνούς= Βλάχος

Ρούτσουμι= Να φάμε

Γκάβρου= Τυρί

Κουτσουλουπόντκα= Γράμματα

Σιατάν= Λαγός

Γκαλίνα= Κότα

Κούφιου= Σπίτι

Σιουμουτό= Σιτάρι

Γκάριξε= Θύμωσε

Κραβασαράς= Χάνι

Ζαβόρτσα= Πόρτα

Μανάρης= Καρφί

Τζιρτζέλτς= Φτωχός

Ζαγκλέρ= Γαϊδούρι

Μανεύου= Τρώω

Τρουχός= Κρασί

Ζαμπαφλόρου= Μπακαλιάρος

Μάνου= Ψωμί

Τσαλδάρου= Βρίζα

Ζαπεύου= Κοιμάμαι

Μανούρα= Πέτρα

Τσέτσιου= Κρέας

Ζάπου= Ώρα

Ματσιφταριό= Αποχωρητήριο

Τσιαρχός= Μεθυσμένος

Κάβα= Φτιάρια

Μπαρός= Αφεντικό

Φτιάχνει στάμνες= Κάθεται

Καλίρου= Γριά

Μπουλουμάχου= Πατέρας

Φλουέρα= Ανόητος

Καναβός= Γύφτος

Μούκους= Σώπα

Φουράδια= Ξύλα

Καπνιρό= Τζάκι

 

 

Επαφή

14gymlar-petrinagefyria

evargyrouli@gmail.com

Αναζήτηση στο site

 

                Γεφύρι Πλάκας

        Γεφύρι Νούτσου ή Κόκκορη

         Γεφύρι Μύλου Ζαγορίου

            Γεφύρι Μίσιου Ζαγορίου

         Γεφύρι Καλαρρύτικου

    

     Γεφύρι Κοντοδήμου ή Λαζαρίδη

          Γεφύρι Καμπέρ Αγά

© 2014 Όλα τα δικαιώματα κατοχυρωμένα

Φτιάξε δωρεάν ιστοσελίδαWebnode