ΤΑ ΜΠΟΥΛΟΥΚΙΑ ΤΩΝ ΜΑΣΤΟΡΩΝ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ

2015-05-05 22:29

Α. Γενικά

«Και αν δεν κερδίσουμεν χρήματα, τουλάχιστον είδαμε κόσμον…» Οι μάστορες της πέτρας που υπηρετούσαν τη λαϊκή αρχιτεκτονική, ήταν άνθρωποι απλοϊκοί, χωρίς επιστημονικές γνώσεις, οι οποίοι όμως είχαν την ευφυΐα και κατόρθωναν να επιλύουν δύσκολα στατικά προβλήματα, για τα οποία σήμερα θα χρειαζόταν ειδική επιστημονική μελέτη. Οι πρωτομάστορες, όπως ονομάζονταν οι λαϊκοί εκείνοι αρχιτέκτονες, εκτός από τις πρακτικές ανάγκες που εξυπηρετούσαν με το χτίσιμο διαφόρων οικοδομημάτων, εξυπηρετούσαν και την αισθητική. Είχαν έμφυτη την αρμονία και το μέτρο, όπως κάθε καλλιτέχνης. Σέβονταν και υπολόγιζαν πάντα τη φύση. Είχαν σαν μέτρο τον άνθρωπο. Στην περίπτωση μάλιστα των γεφυριών, συμπλήρωναν την ομορφιά του τοπίου με το δικό τους δημιούργημα. Γι’ αυτό, παρατηρούμε να μην είναι κανένα γεφύρι όμοιο με άλλο. Ακόμη και τα πιο μικρά έχουν καθένα τις ιδιαιτερότητες τους που τα καθιστούν μοναδικά. ...ενταγμένα με σεβασμό το καθένα στο περιβάλλον του (Παπακώστα, σ.18).

Η καταγωγή αυτών των φημισμένων μαστόρων της πέτρας ήταν από συγκεκριμένες περιοχές κυρίως της ηπειρωτικής και λιγότερο της νησιωτικής Ελλάδας:

1. τα μαστοροχώρια γύρω από το όρος Γράμμος και τον ποταμό Σαραντάπορο: Πυρσόγιαννη, Βούρμπιανη, Χιονιάδες, Πύργος (=Στράτσιανη), Καστάνιανη, Δροσοπηγή (=Κάντσικο), Πλαγιά (=Ζέρμα), Ασημοχώρι, Κεράσοβο, Μόλιστα, Γαναδιό, κ.ά.

2. τα μαστοροχώρια των Τζουμέρκων: Πράμαντα, Άγναντα, Ραφταναίοι και τα Χουλιαροχώρια: Χουλιαράδες, Μιχαλίτσι, Βεσταβέτσι κ.ά. στα νότια των Ιωαννίνων. 3. τα μαστοροχώρια της Δυτ. Μακεδονίας στην επαρχία Βοΐου Κοζάνης: Πεντάλοφος (=Ζουπάνι), Βυθός, Αυγερινός και στα δυτικά του Ν. Γρεβενών: το Δίλοφο, το Δασύλλιο, η Καλλονή, ο Άγιος Κοσμάς, κ.ά.

4. Ξακουστοί είναι και οι μάστορες από τα Λαγκάδια Αρκαδίας και οι δουλγέρηδες στη Θράκη.

Οι μαστόροι της Ηπείρου και ιδίως οι των μαστοροχωρίων της Κονίτσης δεν είναι απλώς μαστόροι, αλλά πρακτικοί μηχανικοί και αρχιτέκτονες, πραγματικοί τουτέστιν δημιουργοί. Χωρίς την παραμικρήν γνώσι οι αγράμματοι μαστόροι της Κονίτσης, των Χουλιαροχωρίων και των Τζουμέρκων κατασκεύασαν άλλοτε ωραίας γεφύρας με παράτολμα τόξα, έκτισαν εξόχου αρχιτεκτονικής ναούς και ωραία κτήρια προσδώσα- ντες εις ταύτα τον χαρακτήρα της ιδιοφυΐας των και διαφυλάξαντες πολλάκις εν αυτοίς την παλιά βυζαντινήν αρχιτεκτονικήν παράδοσιν... Το πρακτικό πνεύμα, το οποίο τους χαρακτηρίζει, η παρατηρητικότητα, η φιλεργία και η υπομονή, ...η κατάλληλη χρησιμοποίηση και των εκάστοτε απαντώντων υλικών, τα σύμφωνα με τις τοπικές συνθήκες και ανάγκες χρησιμοποιούμενα εκάστοτε αυθόρμητα αρχιτεκτονικά σχέδια, αποδεικύνουν ότι οι μαστόροι της Ηπείρου έχουν μακράν και ένδοξον παράδοσιν (Σούλης, σ.67).

Β. Η οργάνωση των μαστόρων σε μπουλούκια

Οι μάστορες ήταν οργανωμένοι σε ομάδες ή μπουλούκια ή νταϊφάδες, ή τσούρμο, ή ισνάφια ή συντεχνίες που όμως ήταν πολύ μικρότερες σε αριθμό ατόμων και είχαν εντελώς διαφορετική δομή και τρόπο διοίκησης από τις ισχυρές επαγγελματικές συντεχνίες των  Ιωαννίνων. Αυτές οι ομάδες ήταν εποχιακές. Διαρκούσαν από την άνοιξη ως το χειμώνα, που τελείωνε λόγω καιρού και η εργασία τους, για να οργανωθούν ξανά την επόμενη άνοιξη και ούτω το καθεξής. Δεν υπήρχαν γραπτές συμβάσεις εργασίας, διότι οι περισσότεροι ήταν αγράμματοι. Συμβόλαιο ήταν ο λόγος του πρωτομάστορα. Ζούσαν κοινοβιακά και την αμοιβή τους την καθόριζε ο πρωτομάστορας, ανάλογα με την αξία τους (Παπακώστα, σ.19). Τα μπουλούκια αποτελούνταν συνήθως από αδερφοξάδερφα του πρωτομάστορα και όταν δε συμπλήρωναν και περίσσευε θέση, τότε έπαιρναν και κάποιον άλλο, ο οποίος δεν είχε συγγένεια με τους υπόλοιπους, αλλά κατάγονταν από το ίδιο χωριό. Σπάνια συμμετείχε κάποιος από άλλο χωριό. Αν καμιά φορά τύχαινε να πάρουν μαζί τους κανένα παιδί από διπλανό χωριό, τότε τον έβαζαν να κάνει μόνο βοηθητικές δου- λειές, όπως να κουβαλάει πέτρες απ’ το νταμάρι, να φτιάχνει και να κουβαλάει λάσπη και να βόσκει τα ζώα εργασίας στα χέρσα λιβάδια το βράδυ. Στα τέλη του χειμώνα, τα μπουλούκια των μαστόρων ετοιμάζονταν να φύγουν για τα ξένα. Η μέρα για την αναχώρηση ήταν η Τετάρτη μετά την Καθαρά Δευτέρα ή αργότερα κοντά στη γιορτή του Αγίου Γεωργίου. Όλο το καλοκαίρι δούλευαν σκληρά στη μαύρη ξενιτιά για να καζαντήσουν και αφού ολοκλήρωναν τις προσυμφωνημένες εργασίες, έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής αργά το φθινόπωρο κοντά στην εορτή του Αγίου Δημητρίου.

Οι γιορτές των δύο καβαλάρηδων αγίων λειτουργούσαν ως τα κύρια χρονικά όρια για την αναχώρηση και την επιστροφή στο χωριό, γεγονός που περιγράφεται στο παρακάτω δημοτικό τραγούδι:

Οι δυο αγίοι μάλουναν Αϊγεώργης κι Αϊδημήτρης

Γυρνάει Αϊδημήτρης κι τουν λέει τον λέγ’ τον Αϊγεώργη

 - Αϊγεώργη, Αϊγεώργη, βούργαρι και σκουρπουφαμιλήτη

ιγώ μαζούνω φαμπιλιές κι εσύ με τις χουρίζεις

σμαζώνου μάνες με παιδιά κι συ με τις χουρίζεις

 ιγώ σμίγου αντρόγυνα κι συ μι τα σκουρπίζεις

 Γυρνάει Αϊγεώργης κι τουν λέει, γυρνάει κουβεντιάζει.

 - Δεν φταίγου ’γώ Αϊδημήτρη μου δεν φταίγου αδερφέ μου

μόν’ φταίγει ου σκυλουβασληάς ου αφέντης ου βεζύρης

που έδουκαν τουν ορισμό να φύγουν οι μαστόροι.

Οι πυρετώδεις προετοιμασίες για την αναχώρηση του μάστορα είχαν αρχίσει από πολλές μέρες πριν. Ο ίδιος ο μάστορας είχε πάει στο γύφτο του χωριού για να επισκευάσει και να ανανεώσει τα σιδερένια εργαλεία του και για να ετοιμάσει το ζώο του για το μακρύ ταξίδι. Η νοικοκυρά και οι άλλες γυναίκες του σπιτιού είχαν επιδοθεί στις ετοιμασίες αφενός για το λιγοστό ρουχισμό που θα ’παιρνε ο μάστορας μαζί του και αφετέρου για το αποχαιρετιστήριο τραπέζι με τη φασολάδα και τη ριζόπιτα. Επίσης, οι γυναίκες έφτιαχναν και την παραδοσιακή πίτα με τυρί και χόρτα που θα έπαιρνε στο δισάκι του ο μάστορας για τις πρώτες μέρες του ταξιδιού. Ο παπάς είχε ήδη ενημερωθεί για τα σπίτια που θα έπρεπε να ευλογήσει και όλοι οι συγγενείς ήταν από νωρίς όρθιοι για να συμμετάσχουν στο τραπέζι για το καλό ξεπροβόδισμα του μπουλουκιού. Ο νέος που θα πρωτοταξίδευε τύχαινε ιδιαίτερης φροντίδας, αφού μερικοί συγγενείς του έδιναν διάφορα νομίσματα και οι γυναίκες του έδιναν κυδώνια ή μήλα για το δρόμο. Τέλος, στο κατώφλι της εξώπορτας του έβαζαν ένα νόμισμα που έπρεπε να δρασκελίσει και να περάσει φεύγοντας για να είναι ο δρόμος στρωμένος με χρυσό. Για το μάστορα, έβαζαν στην πόρτα ένα κλωνάρι κρανιάς μέσα σ’ ένα γκιούμι και δίπλα το θυμιατό. Μόλις ο μάστορας έφτανε στην πόρτα, κλωτσούσε το γκιούμι, ώστε έτσι γρήγορα που χύνεται το νερό, να γυρίσει κι αυτός γρήγορα. Την κρανιά την έβαζαν για να μείνει γερός σαν την κρανιά στη ξενιτιά και το θυμιατό για να φύγουν οι δαίμονες-εμπόδια από το δρόμο του. Η αξία της τέχνης τους και ο θαυμασμός για τα πέτρινα κομψοτεχνήματα σύντομα πέρασαν έξω απ’ τα όρια της Βαλκανικής και γι’ αυτό συναντάμε Έλληνες μάστορες της πέτρας στα παράλια της Τουρκίας, στην Κωνσταντινούπολη, στη Γαλλία, στη Ρωσία, στην Περσία, στην Αίγυπτο, στο Σουδάν, στην Αιθιοπία, στο Κονγκό και στις Η.Π.Α.

Το παρακάτω ευτράπελο γεγονός μαρτυρεί την ευρύτατη εξάπλωση της φήμης των μαστόρων της Πυρσόγιαννης: Κατά τη χειροτονία ενός υποψήφιου παπά, ρωτάει ο Δεσπότης – εξεταστής:

- Ποιος έχτισε τον κόσμο;

- Οι Πυρσογιαννίτες, Δέσποτα μου, βοήθησαν όμως κι οι Βουρμπιανίτες, κουβαλώντας τη λάσπη, απάντησε ο φουκαράς.

Τα μπουλούκια των μαστόρων εκείνα τα χρόνια, κοντά στο 1935, είχαν λιγοστέψει. Είχε σπάσει το παλιό, δεν έβγαζαν λεφτά. Λιγόστεψαν και οι καλοί πελεκάνοι. Σα να πούμε, στέρεψε η πηγή. Από κει κι ύστερα κανένας δεν έμαθε πελέκημα. Μόνο μπετά και καλούπια ξέρουν οι καινούριοι μάστοροι. Στα χαμένα, δεν είναι τέχνη τα τσιμέντα. Τότε που λες, και με το Μεταξά ύστερα, χάλασαν τα μπουλούκια, χάλασε και η τέχνη κι άρχισε ο καθένας να δουλεύει για πάρτη του. (Αφήγηση του μάστορα Τάκη Γκουντή, 1974, Περιοδικό Αρμολόϊ). Πράγματι, μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα μπουλούκια των μαστόρων έπαψαν να υπάρχουν. Έτσι, Ο πρωτομάστορας εξελίχθηκε τις περισσότερες φορές σε εργολάβο οικοδομικών εργασιών, που αναλαμβάνει την εκτέλεση οικοδομικών έργων για λογαριασμό του. Οι μαστόροι από συνεταίροι που ήταν στο μπουλούκι έγιναν μισθωτοί εργάτες, οικοδόμοι. Μ’ άλλα λόγια έχουν ενταχθεί στην κοινωνική πραγματικότητα της εποχής μας (Κωνσταντινόπουλος, σ.96).

Γ. Οι ειδικότητες των μαστόρων

Το μπουλούκι λειτουργούσε σε συνεταιριστική βάση με πρώτο, μεταξύ ίσων, το πρωτομάστορα, ο οποίος είχε την ευθύνη για την ανεύρεση εργασίας, για τη σύναψη συμβολαίων και για την οικονομική διαχείριση των εσόδων και των εξόδων.

Η σύνθεση του μπουλουκιού ήταν σχεδόν η ίδια σε όλα τα μαστοροχώρια και αποτελείται από:

·         δύο έμπειρους πελεκάνους από τους οποίους ο ένας ήταν ο πρωτομάστορας ή κάλφας. Αυτοί συνήθως ήταν οι πιο καλοπληρωμένοι τεχνίτες του μπουλουκιού.

·         δύο καλούς κτίστες που έκτιζαν το έξω μέρος των τοίχων, έχτιζαν τα καμαρολίθια και τους γωνιόλιθους σε θύρες και παράθυρα, και έκαναν καλό αρμολόϊ με το μυστρί. • δύο κλειδοσάδες, δηλαδή κτίστες με λιγότερες ικανότητες, που έκτιζαν το μέσα μέρος των τοίχων και έκαναν απλό μύστρισμα.

·         δύο νταμαρτζήδες, που ήταν υπεύθυνοι για την εξόρυξη των πετρωμάτων και μετά τις εργασίες τους στο νταμάρι, βοηθούσαν στο εσωτερικό χτίσιμο και στη λάσπη.

·         ένα λασπιτζή που έφτιαχνε το ασβεστοκονιάμα και το κουρασάνι που ήταν υδατοστεγές και χρησιμοποιούνταν στο αρμολόγημα των γεφυριών.

·         ένα μαραγκό που έφτιαχνε τα ξύλα για τον ξυλότυπο, τη στέγη και τα κουφώματα.

·         έναν ξυλογλύπτη (=ταγιαδώρο) για την ξυλόγλυπτη διακόσμηση

·         ένα-δύο παραγιούς, που ήταν οι μαθητευόμενοι μάστορες και

·         ένα-δύο τσιράκια ή μαστορόπουλα, για να κουβαλούν τις πέτρες από το νταμάρι, τη λάσπη στο γιαπί, να φροντίζουν τα ζώα και μερικές φορές να μαγειρεύουν.

 

Επαφή

14gymlar-petrinagefyria

evargyrouli@gmail.com

Αναζήτηση στο site

 

                Γεφύρι Πλάκας

        Γεφύρι Νούτσου ή Κόκκορη

         Γεφύρι Μύλου Ζαγορίου

            Γεφύρι Μίσιου Ζαγορίου

         Γεφύρι Καλαρρύτικου

    

     Γεφύρι Κοντοδήμου ή Λαζαρίδη

          Γεφύρι Καμπέρ Αγά

© 2014 Όλα τα δικαιώματα κατοχυρωμένα

Φτιάξε δωρεάν ιστοσελίδαWebnode